13/1/08

Μια μέρα στην Αθήνα

"Mια μέρα στην Αθήνα, μπούχτισα τη ρουτίνα..." τραγούδησε κάποτε ο φίλτατος τραγουδοποιός Παύλος Σιδηρόπουλος! Και δεν είχε κι άδικο ο χριστιανός! Μιλάμε για την τρέλα σε όλο της το μεγαλείο! 

Σηκώνεσαι το πρωί να πας για δουλειά. Ανοίγεις το παράθυρό σου να δει λίγο ήλιο το καημένο το υπνοδωμάτιο και, παρόλο που έξω έχει 40 βαθμούς υπό σκιάν, η ατμόσφαιρα από το νέφος θυμίζει φθινοπωρινά πρωτοβρόχια. Και δεν φτάνουν όλα αυτά! Η κυρία στο επάνω πάτωμα τινάζει καμαρωτή καμαρωτή το χαλάκι της εισόδου. Κομμάτια από λάσπες και σκόνη έρχονται και προσγειώνονται με χάρη πάνω στα μαλλιά σου. "Δε βαριέσαι, αφού έτσι κι αλλιώς πάω για ντους", μονολογείς και κλείνεις το παράθυρο μετανιωμένος.

Το επόμενο μισάωρο σε βρίσκει καθισμένο στη θέση του οδηγού, να ξεκινάς να πας για δουλειά. Από τη μέσα μεριά του παραθύρου κρέμεται η ειδική θήκη που αγόρασες σε τιμή ευκαιρίας στο Telemarketing, με τον πρώτο φραπέ της ημέρας. Ενώ ξεπαρκάρεις ανοίγεις το ραδιόφωνο για να ενημερωθείς για την κίνηση στους δρόμους. Γιατι έτσι όπως κατάντησε το κυκλοφοριακό, μαζί με το δελτίο καιρού πάει σετάκι και το δελτίο κίνησης των κεντρικών αρτηριών της πόλης. Μμμ... για να δούμε, ποιος δρόμος θα έχει τη λιγότερη κίνηση σήμερα; Ποιον δρόμο θα επιλέξουμε; Α, μάλιστα, καλύτερα να πάω από Β. Σοφίας... Α, όχι, δεν κυκλοφορώ σήμερα στο δακτύλιο. Άσε, ας πάω περιμετρικά από Φιλολάου. Λες να έχει κίνηση; Μπα, όχι, τόσο άτυχος είμαι;

Και όμως, είσαι άτυχος! Η ουρά των αυτοκινήτων μπροστά σου, θυμίζει καλοκαιρινό drive in σινεμά. Κανείς δεν κουνιέται, κανείς δεν προχωράει! Και δεν είσαι ο μόνος! Όλη η Αθήνα είναι άτυχη σήμερα! Και κάθε μέρα! Γιατί δεν υπάρχει δρόμος χωρίς κίνηση. Ειδικά σήμερα που έχουν απεργία και τα λεωφορεία... άστα να πάνε! Εντάξει, μην αγχώνεσαι, έχεις ώρα ακόμη. Το 'χεις μάθει το κόλπο και σηκώνεσαι νωρίτερα. Αυτή τη φορά δεν θα αργήσεις όπως εχθές. Σβήνεις και τη μηχανή να μην καταναλώνεις καύσιμο. Έτσι κι αλλιώς, μέχρι να ανάψει το φανάρι, τρία τσιγάρα προλαβαίνεις να καπνίσεις. Ανοίγεις το παράθυρο να τινάξεις τη στάχτη σου ενώ αναρρωτιέσαι αν η ατμόσφαιρα μέσα στην καμπίνα του αυτοκινήτου σου λόγω του τσιγάρου είναι πιο αποπνικτική από... το απ' έξω. 

Κοιτάς αριστερά. Μια BMW σε κατάσταση πανικού. Ο οδηγός, ένας κουστουμαρισμένος μεσήλικας, με μαύρο κοστούμι, κατά πάσα πιθανότητα Armani, δείχνει βιαστικός. Με το ένα χέρι κρατάει το κινητό και με το άλλο κουνάει επιτακτικά τα χέρια του πάνω κάτω. Φαίνεται αναστατωμένος. Σίγουρα κάπου βιάζεται να πάει. Και δεν είναι και ο μόνος! Κάπου κάπου χτυπάει με τη γροθιά του την κόρνα. Λες κι αν κορνάρι θα φύγει πιο γρήγορα. Κι εκεί που τον κοιτάς κι έχεις χαζέψει, ξαφνικά γυρνάει και σε κοιτάει. Ανοίγει το παράθυρο να σου μιλήσει. "Τρέχει τίποτα; Τι κοιτάς, ρε;"

Γυρνάς το κεφάλι ντροπιασμένος από την άλλη μεριά. Πεζοδρόμιο. Πρωινή παρέλαση λογής λογής ανθρώπων. Όλοι πάνε γρήγορα, σαν τον Τσάρλι Τσάπλιν στις πρώτες του ταινίες. Τακούνια σφυροκοπούν το πλακόστρωτο, βήματα βαριά και ρυθμικά, άλλα πόδια τρέχουν... κανείς δεν πάει φυσιολογικά. Κάποτε κουτουλάνε και μεταξύ τους. Έχει πλάκα, σαν τα συγκρουόμενα αυτοκινητάκια στο λούνα παρκ. Μια γιαγιά που περνάει ανάμεσά τους, με το αναπηρικό βοήθημα τύπου "Π" και με ρυθμό χελώνας, είναι σαν τη μύγα μες στο γάλα. Ένας νεαρός πέφτει επάνω της στην προσπάθειά του να προλάβει το λεωφορείο στην παρακάτω στάση. "Σιγά, καλέ γιαγιά! Δεν σου έχουν πει ότι υπάρχουν και γηροκομεια; Πού πας τέτοια ώρα με το ένα πόδι στο λάκκο;" Η γιαγιά σταματάει. Το βλέμμα της γυρνάει κατ' ευθείαν επάνω σου γεμάτο απορία. Κι εσύ σηκώνεις τους ώμους σου αδιάφορα σαν να της λες "εγώ δεν ξέρω τίποτα...!"

Ενώ δυναμώνεις το ραδιόφωνο γιατί παίζει το καινούριο της Βανδή (τι, μέσα σ' όλα είμαστε, τι μας πέρασες;) άξαφνα σου την πέφτουν από παντού. Από το μπροστινό παρπρίζ κάποιος σου σηκώνει τους γυαλοκαθαριστήρες και ξεκινά να σου πλένει τα τζάμια. Από το πίσω τζάμι το ίδιο, στο παράθυρό σου έρχεται μια αθίγγανη με δυο μωρά στην αγκαλιά και ένα στην κοιλιά, και σου απλώνει το χέρι κοντά στο πρόσωπό σου. Από το παράθυρο του συνοδηγού έρχεται ένας τύπος, φορτωμένος σαν λατέρνα, να σου πουλήσει λογής λογής πράγματα. "Έλα, κύριος, έκο καλάμι ψαρέματος, ραντιοφονάκι τζέπης, έκο και φορτιστή γκια το κινητό σου!" Στο τέλος, παίρνεις ένα αρωματάκι αυτοκινήτου από ντροπή. Δίνεις και στην αθίγγανη 50 λεπτά, κι ακόμη 50 σ' αυτούς που σου έπλυναν τα τζάμια. Σε κοιτούν απορημένα. "Ευρώ ολόκληρο δεν έχεις;" Ξεχάσανε κάποτε που σου έλεγαν ευχαριστώ με το κατοστάρικο! Τώρα θέλουν και ολόκληρο ευρώ! Αυτό μας έλειπε! Με ένα ευρώ παίρνεις σάντουιτς στο διάλειμμα από την κυρία Σουλτάνα στο κυλικείο του κάτω ορόφου, στη δουλειά! Ορίστε μας!

Στο μεταξύ, το φανάρι έχει ήδη ανάψει πράσινο. Συνειδητοποιείς ότι μπροστά σου δε υπάρχει κανένα αυτοκίνητο και οι οδηγοί από πίσω σου, σου κορνάρουν να ξεκινήσεις. Ανάβεις τη μηχανή, βάζεις πρώτη, και... ώπ! Πορτοκαλί και κόκκινο! Μένεις εκεί ξέροντας ότι θα περάσεις τα επόμενα λεπτά, μέχρι να ξανανάψει το φανάρι, κοιτώντας από τους καθρέφτες τα... παράσημα της ανοιχτής παλάμης που σου απονέμουν! Χαμηλώνεις το ράδιο, μαζί με το κεφάλι σου και παριστάνεις ότι ψάχνεις κάτι στο ντουλαπάκι, ενώ ρίχνεις κλεφτές ματιές στο φανάρι, έχοντας την πρώτη ταχύτητα σε ετοιμότητα και το ντεμπραγιάζ πατημένο.

Επιτέλους πράσινο, και ξεκινάς! Κάποιος πάει να στη βγει από το πλάι. "Πού πας, ρε Καραγκιοζόπουλε; Είμαι από δεξιά!"... "Άντε ρε! Πήγαινε σπίτι σου μην πάει κάνας άλλος!"... "Τι είπες, ρε! Ξέρεις ποιος είμαι εγώ;"... "Ναι, ρε! Ξέρω! Πέρναγα από τη Συγγρού χθες και σε είδα μαζί με τις υπόλοιπες"... "Τώρα θα σου δείξω εγώ πόσα απίδια βάνει ο σάκος!"... Σταματάς στην άκρη του δρόμου και επιδεικνύεις τις... υβριστικές σου ικανότητες. Αφού εκτονωθείς από την πρωινή ένταση, ευχαριστείς τον άλλον για το ξέσπασμα, και συνεχίζεις κανονικά το δρομο σου, σαφέστατα πιο ήρεμος! Ωραία, το αρωματάκι μας το αγοράσαμε, τα τζάμια μας τα πλύναμε, το καυγαδάκι μας το κάναμε, ώρα για δουλειά τώρα... μα... τι ώρα πήγε; Πω πω! Έχεις αργήσεις είκοσι ολόκληρα λεπτά. Ας ελπίσουμε ότι η στρίγγλα η προϊστάμενη δεν θα έχει φτάσει ακόμη! Ποιος την ακούει πάλι πρωί πρωι...!

Ωραία, φτάσαμε! Και τώρα; Καλά φτάσαμε, αλλά πού παρκάρουμε; Σου 'ρχονται στο μυαλό οι στίχοι του Κηλαηδόνη "Αν κοιμηθώ νωρίς, θα σηκωθώ νωρίς, θα ξεκινήσω νωρίς, και θα παρκάρω νωρίς. Αν κοιμηθώ αργά, θα σηκωθώ αργά, κι όταν θα ψάχνω για θέση θα 'ναι αργά!" Μα έλα που εσύ κοιμήθηκες νωρίς, σηκώθηκες νωρίς, ξεκίνησες νωρίς αλλά έφτασες αργά και δεν βρίσκεις θέση πουθενά! Αφού κάνεις δέκα κύκλους γύρω από το τετράγωνο, πας και το βάζεις μέσα στο ιδιωτικό πάρκινγκ του κυρ Μιχάλη, που σ' έχει πάρει μυρωδιά και στέκεται ήδη στην είσοδο, περιμένοντάς σε και τρίβοντας ευχαριστημένος τα χέρια του. Άλλα 10 ευρώ κάνουν φτερά. Του δίνεις τα κλειδιά, κλείνεις με δύναμη την πόρτα και... ο καφές πέφτει από την πρωτοποριακή του "παραθυροθήκη" και χύνεται πάνω στο κάθισμα. Μα, είναι δυνατόν να την παθαίνεις κάθε μέρα; "Κυρ Μιχάλη, κάνε και ένα εσωτερικό πλυσιματάκι", του λες και του δίνεις άλλα 5 ευρώ. 

Πέντε πέντε τις ανεβαίνεις και τις σκάλες μέχρι να φτάσεις στο γραφείο σου. "Καλημέρα, κυρία προϊσταμένη, στις ομορφιές σας σήμερα..." της λες αφού εννοείται ότι έφτασε πριν από σενα, αλλά δεν πιάνει το κόλπο. Το βλέμμα της μαχαίρι κατευθείαν στην καρδιά. Τι να της πεις τώρα; "Κάτσε τώρα γρήγορα, να χτυπήσω κάρτα, τι ήρθα στην Αθήνα και άφησα την Άρτα..." είναι οι μόνοι στίχοι που σου έρχονται αυτή τη στιγμή, από τα σοφά Ημισκούμπρια.

Αχ, Αθήνα πονεμένη... Όλοι μαζί σου τα βάζουμε, όλοι σε κατηγορούμε, για όλα εσύ φταις! Αλλά κανένας μας δεν σε αποχωρίζεται! Είμαστε όλοι εκεί, βασανιζόμαστε κάθε μέρα στο λεκανοπέδιό σου, αλλά όταν έρχεται η νύχτα, αποκτάς μια όψη μαγική, μεθυστική, που μας θολώνει το μυαλό και σε αγαπαμε... τουλάχιστον μέχρι το επόμενο ξημέρωμα! 

Δεν υπάρχουν σχόλια: